- ἀπολογούμενος
- ἀπολογούμενοςἀπολογέομαιspeak in defence: pres part mp masc nom sg (attic epic doric )ἀπολογέομαιspeak in defence: pres part mp masc nom sg (attic epic doric )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἀπολογούμενος — ἀπολογέομαι speak in defence pres part mp masc nom sg (attic epic doric) ἀπολογέομαι speak in defence pres part mp masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολογούμαι — κ. γιέμαι κ. απηλογιέμαι (AM ἀπολογοῡμαι) [απόλογος] 1. διατυπώνω απολογία, υπερασπίζω τον εαυτό μου ως κατηγορούμενο, αποκρούω κατηγορία μσν. νεοελλ. αποκρίνομαι, απαντώ αρχ. 1. μιλώ προς υπεράσπιση κάποιου, υπερασπίζω κάποιον ή κάτι 2. (το αρσ … Dictionary of Greek
ευαπολόγητος — η, ο (ΑΜ εὐαπολόγητος, ον) αυτός που εύκολα επιδέχεται απολογία (επομένως και αθώωση), αυτός για τον οποίο απολογείται κάποιος εύκολα, αυτός τον οποίο εύκολα αντικρούει κάποιος απολογούμενος («ευαπολόγητη βιαιοπραγία») αρχ. αυτός που είναι ικανός … Dictionary of Greek